Σύμφωνα με προβλέψεις του Ismea (Ινστιτούτο Αγροτικής Παραγωγής και Τροφίμων) και της Unaprol (Italian Olive Oil Consortium), η παραγωγή ελαιόλαδου στην Ιταλία την περίοδο 2021/22 αναμένεται να ανέλθει στους 315.000 τόνους, από τους 273.500 τόνους την περίοδο 2020/21, σημειώνοντας αύξηση +15%.
Σύμφωνα με το ISMEA, η τιμή του ιταλικού ελαιόλαδου στη διεθνή αγορά είναι υψηλότερη συγκριτικά με την τιμή του ελληνικού, του ισπανικού και του τυνησιακού ελαιόλαδου. Συγκεκριμένα, την τελευταία δεκαετία, η τιμή του ι/ελαιόλαδου αυξήθηκε κατά +46%, του ισπ/ελαιόλαδου κατά +14%, του ε/ελαιόλαδου κατά +17% και του τ/ελαιόλαδου κατά +8%.
Οι περιφέρειες οι οποίες κατέχουν ηγετική θέση στην ιταλική παραγωγή ελαιόλαδου είναι: η Puglia (121.161 τόνοι), η Calabria (32.005 τόνοι) και η Sicilia (29.200 τόνοι).
Ως κορυφαίος προμηθευτής ελαιόλαδου της ιταλικής αγοράς κατατάσσεται η Ισπανία, η οποία κατέχει (61,53%) και ακολουθεί η Ελλάδα (21,69%), ενώ μαζί 18 αθροίζουν το 83,22% των συνολικών ιταλικών εισαγωγών. Ακολουθούν η Τυνησία με μερίδιο αγοράς 8,54% και η Πορτογαλία με 7,69%.
Η Ιταλία παρέμεινε ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας στον τομέα του ελαιόλαδου, καθώς το 64,67% της αξίας των συνολικών ελληνικών εξαγωγών και το 75,88% του συνολικού όγκου της κατευθύνθηκε στην ιταλική αγορά.
Η τιμή/τόνο αγοράς του ελληνικού ελαιόλαδου από την Ιταλία παρατηρείται ότι είναι συγκριτικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της εξαγωγικής τιμής του διεθνώς, γεγονός που οφείλεται στην ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη των Ιταλών και την έλλειψη δυνατών συνεταιριστικών οργανώσεων στην Ελλάδα.
Ωστόσο, το επώνυμο ελληνικό ελαιόλαδο απουσιάζει από τις αλυσίδες supermarket καθώς εισάγεται σε μορφή χύδην και χρησιμοποιείται για την παραγωγή μίγματος ελαιόλαδου, το οποίο στη συνέχεια πωλείται στην εγχώρια αγορά και στις αγορές του εξωτερικού ως “μείγμα ελαιόλαδου ΕΕ” ή “μείγμα ελαιόλαδου ΕΕ και τρίτων χωρών".
Οι οργανωμένοι μεγάλοι διανομείς (G.D.O.) αποτελούν το σημαντικότερο δίκτυο προώθησης του ελαιόλαδου καθώς διακινούν προϊόντα τα οποία παράγονται από τους μεγαλύτερους και βιομηχανοποιημένους παραγωγούς. Οι τελευταίοι διαθέτουν στην αγορά τυποποιημένα ελαιόλαδα που προκύπτουν κυρίως από την ανάμειξη ελαιόλαδων από διαφορετικές περιοχές/χώρες προέλευσης. Παράλληλα, λαμβάνουν χώρα οι απευθείας πωλήσεις σε περιοχές όπου λειτουργούν τοπικές παραδοσιακές αγορές παραγωγής ελαιόλαδου και σε αγροτουριστικές περιοχές.
Τέλος, σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen σχετικά με τις πωλήσεις ελαιόλαδου από το δίκτυο των supermarket κατά τη διάρκεια του 2021, το μεγαλύτερο μερίδιο πωλήσεων (26%) παρθένου και εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου αφορούσε ελαιόλαδο ιδιωτικής ετικέτας (private label), ακολουθούμενο από τα προϊόντα των εταιρειών Farchioni, Monini, Deoleo, Costa d’oro, De Cecco, Coricelli, De Santis και Olio Dante.